Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ως Τοξικομανής ορίζεται κάθε άνθρωπος που είναι θύμα τόσο μιας φαρμακευτικής ή ψυχολογικής εξάρτησης όσο και των δύο μορφών ταυτόχρονα. Ένας τύπος προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται από ορισμένα δομικά στοιχεία, σταθερά και οριστικά συγκροτημένα, ο οποίος έχει το πλεονέκτημα όχι μόνο να απλοποιεί αλλά και να αποσαφηνίζει φαινομενικά τα προβλήματα.
Παράλληλα, ως τοξική ουσία ορίζεται κάθε ουσία φαρμακευτικής ή φυσικής προέλευσης η οποία έχει την δυνατότητα να επιδρά κατασταλτικά ή διεγερτικά στις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού. Ειδικά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Φαρμάκων έχει ταξινομήσει τις τοξικές ουσίες σε τρεις συγκεκριμένες ομάδες. Στην ομάδα Α, περιλαμβάνονται τα παραισθησιογόνα σκευάσματα τα οποία είναι αποτέλεσμα ερευνών και παρουσιάζουν σημαντική θεραπευτική χρησιμότητα, στην ομάδα Β, τα φαρμακευτικά σκευάσματα όπως είναι τα βαρβιτουρικά, και οι αμφεταμίνες, των οποίων η θεραπευτική χρησιμότητα είναι δεδομένη αλλά η χρήση τους ελέγχεται λόγω των κινδύνων που παρουσιάζουν στην υγεία των ατόμων και στην ομάδα Γ, τα ηρεμιστικά, τα υπνωτικά, τα καταπραϋντικά, το αλκοόλ καθώς και τις ουσίες φυσικής προέλευσης όπως η κάνναβη, ουσίες δηλαδή με βέβαιη θεραπευτική αξία και μειωμένο αλλά όχι αμελητέο κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων.
Πρόσθετα, ο ίδιος οργανισμός διαχωρίζει τις ουσίες ανάλογα με τον βαθμό τοξικότητας στις θανατηφόρες, σε εκείνες που προκαλούν εξάρτηση και σε όσες επιφέρουν αλλοιώσεις στο νευροφυτικό, ψυχοδιανοητικό, ή εξωπυραμιδικό σύστημα.
Βέβαια στην καθημερινότητα μας, διαχωρίζουμε τις τοξικές ουσίες στα μαλακά ναρκωτικά, δηλαδή όσα δεν απειλούν άμεσα ή προσωρινά την κατάσταση της υγείας του τοξικοεξαρτημένου και στα σκληρά ναρκωτικά ή τα σκευάσματα που οδηγούν σε εξάρτηση άμεσα επιφέροντας σοβαρές σωματικές και ψυχικές επιπλοκές.
Ωστόσο, έρευνες έχουν αποδείξει ότι ο κίνδυνος κλιμάκωσης είναι αρκετά σημαντικός αφού η τοξικοεξάρτηση ξεκινά από την χρήση ενός ναρκωτικού που μπορεί να είναι ελάχιστα τοξικό και καταλήγει στην επιλογή των σκληρών και πολύ συχνά θανατηφόρων ναρκωτικών.
Στους κόλπους της ψυχολογικής κοινότητας, η τοξικοεξάρτηση ερευνάται τόσο από την πλευρά της δομής της προσωπικότητας του εξαρτημένου όσο και από τη συναισθηματική σκοπιά του φαινομένου.
Συνήθως, οι τοξικοεξαρτημένοι χαρακτηρίζονται ως άτομα ανώριμα συναισθηματικά, ευεπηρέαστα, αμφιταλαντευόμενα, εξαρτημένα από τους άλλους. Διακρίνονται από παθητικότητα και αυτοχειρία αφού ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι αυξημένος είτε την μορφή overdose είτε με την λήψη διαφορετικών ή ασυνήθιστων ουσιών. Διακρίνονται από αισθήματα αναξιότητας και ματαιότητας, έλλειψη αυτονομίας, αστάθεια στις διαπροσωπικές σχέσεις, επαναλαμβανόμενες ρήξεις με το περιβάλλον και την οικογένεια, ασάφεια συναισθημάτων, κοινωνική απομόνωση.
Είναι δηλαδή άνθρωποι που δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν την κρίση της εφηβικής ηλικίας και προσπαθούν να επιβάλλουν μια ισορροπία στις εσωτερικές ανάγκες και στις αδυναμίες τους επιλέγοντας την χρήση ουσιών είτε για να μειώσουν την ένταση του συναισθήματος είτε για να απαλλαγούν από τις κατηγορίες ματαίωσης και αχαριστίας και να αισθανθούν κυρίαρχοι του κόσμου και του εαυτού.
Μπορεί οι συναισθηματικές συνθήκες να είναι ικανές ώστε να οδηγήσουν έναν άνθρωπο σε μια κατάσταση τοξικοεξάρτησης, δεν αποτελούν όμως αναγκαστικούς όρους καθώς οι προδιαθέσεις είναι απαραίτητες. Γιατί κατά βάση, η επιλογή της τοξικοεξάρτησης είναι θέμα τόσο της γενετικής προδιάθεσης όσο και των βασικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του ανθρώπου.
Και είναι λάθος να θεωρείται ότι ο τοξικοεξαρτημένος καταλήγει στην χρήση της τοξικής ουσίας επειδή υπάρχουν ατέλειες και κακές πλευρές στη δομή της κοινωνίας αφού το πρόβλημα των ναρκωτικών οφείλεται περισσότερο στην εξέλιξη του πολιτισμού και όχι τόσο στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας σε τοπικό επίπεδο.
Αν και πολλές φορές ο τοξικοεξαρτημένος αποτελεί ύβρη για το περιβάλλον στο οποίο ζει, αντιπροσωπεύει τη διαστροφή του κόσμου και την καρικατούρα του πολιτισμού αφού η κοινωνία χρησιμοποιεί τους τοξικομανείς ως αποδιοπομπαία θύματα στα οποία δικαιολογεί την ύπαρξη βίας και εγκληματικότητας.
Η δίοδος στη χρήση ναρκωτικών ουσιών οφείλεται κυρίως στις μεταβολές της οικογενειακής δομής οι οποίες εύκολα δημιουργούν συναισθηματικές δυσκολίες. Πιο συγκεκριμένα, η απουσία των γονεικών παραστάσεων εξαιτίας θανάτου ή διαζυγίου, η απομάκρυνση του ενός από τους δύο γονείς ή και των δύο, η αδυναμία των γονέων ή του ενός από τους δύο να προσφέρει ταυτοποιητικά πρότυπα ωθούν πολύ εύκολα τους ανθρώπους με συγκεκριμένους τύπους προσωπικοτήτων σε εξαρτητικές συμπεριφορές.
Συμπληρωματικά, οι οικονομικές και ιδεολογικές δυσκολίες, οι αλλαγές σε πολλούς τομείς της ζωής, η ανεργία, οι αληθινές και ψεύτικες εξεγέρσεις, η σταδιακή αποδυνάμωση των θρησκειών, η αλλοίωση των ιδεωδών, ο μιμητισμός, η πρόκληση της χρήσης, η αντίδραση στις καταστάσεις αποτελούν πολύ καλές αιτίες επιλογής της υιοθέτησης των εξαρτήσεων.
Πολλές φορές έχουμε ακούσει να υποστηρίζουν ότι η κοινωνία δεν προσφέρει τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να βοηθήσει τους τοξικοεξαρτημένους να σταματήσουν την χρήση των τοξικών ουσιών. Όμως, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό ο τοξικοεξαρτημένος να ζητήσει βοήθεια όταν θέλει πραγματικά να απεξαρτηθεί γιατί διαφορετικά η προσπάθεια του δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα.
Συνήθως, η προσπάθεια απεξάρτησης ξεκινά από τα κέντρα υποδοχής, δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς οι οποίοι στελεχώνονται από διάφορους επαγγελματίες που διαθέτουν εμπειρία στον χώρο της απεξάρτησης για να τους οδηγήσουν σε νοσηλεία στο κατάλληλο θεραπευτικό πλαίσιο στο οποίο ο άνθρωπος θα διαχειριστεί τα στερητικά του σύνδρομα στη φάση της σωματικής αποτοξίνωσης με την χορήγηση των καταλλήλων φαρμακευτικών σκευασμάτων. Αρχικά η σωματική και στη συνέχεια η ψυχολογική αποτοξίνωση αποτελούν τα πιο ουσιαστικά στοιχεία της θεραπευτικής προσπάθειας.
Στη συνέχεια, όταν πλέον ο άνθρωπος απέχει από την ουσία προχωρά στα κέντρα αποθεραπείας όπου με τις κατάλληλες δραστηριότητες ανακτά τις χαμένες κοινωνικές δεξιότητες οι οποίες είναι απαραίτητες ώστε να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην κοινωνικοποίηση του.
Επιπλέον, υπάρχουν άλλα θεραπευτικά σχήματα όπως είναι τα θεραπευτικά κοινόβια, οι θεραπευτικές εστίες, τα θεραπευτικά διαμερίσματα και οι ανάδοχες οικογένειες οι οποίες στοχεύουν στο να μην αφήσουν τον τοξικοεξαρτημένο σε συναισθηματική απομόνωση και στα περιβάλλοντα που έχουν συντελέσει στην εξάρτηση.
Σημαντικό επίσης ρόλο παίζουν οι ατομικές και ομαδικές θεραπείες ψυχοθεραπευτικής φύσεως οι οποίες αρχίζουν από την απλή συζήτηση και φθάνουν στη θεραπευτική διαδικασία. Συνήθως, η ένταξη σε μια θεραπευτική σχέση προϋποθέτει την απόλυτη αποχή από την εξάρτηση γιατί υπό άλλες συνθήκες ο άνθρωπος δεν μπορεί να ακολουθήσει τις τεχνικές και τις αντιλήψεις της θεραπευτικής εξέλιξης.
Βέβαια, η πρόληψη είναι σαφώς καλύτερη από την αντιμετώπιση του φαινομένου. Για αυτό χρειάζεται να υπάρχει ποιοτική πληροφόρηση από ανθρώπους που είναι γνώστες και ειδικοί στον χώρο της τοξικοεξάρτησης η οποία θα περιλαμβάνει έγκαιρη παρέμβαση όταν θα είναι αναγκαία, πληρέστερη ενημέρωση των οικογενειών, καλύτερη γνωριμία με τα προβλήματα των σχέσεων και ενίσχυση του ρόλου της οικογένειας στην ζωή των παιδιών.
Και ίσως είναι πια καιρός να σταματήσει η εθελοτυφλία των δημοσίων αρχών και να προχωρήσουμε σε μια σημαντική ευαισθητοποίηση αναθεωρώντας πολλές εκπαιδευτικές συνήθειες οι οποίες θα καταλήξουν στην αφύπνιση των νέων για να θέσουν σε λειτουργία τον μηχανισμό σκέψης τους ώστε να ανακαλύψουν την ατομική αυθεντικότητα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους.
Γιατί στην πραγματικότητα, κανένας άλλος δεν είναι υπεύθυνος για τις επιλογές και τις πράξεις πέρα από τον ίδιο τον εαυτό.
Βασιλική Γ. Βενέτη ΜΑ Κλινικής Ψυχολογίας
Ειδίκευση στη Γνωσιακή-Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία