Η Σχιζοφρένεια χαρακτηρίζεται μια από τις πιο σοβαρές ψυχικές διαταραχές αφού παρατηρείται σημαντική αλλοίωση της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας του πάσχοντα. Η συχνότητα εμφάνισης της ασθένειας καταλαμβάνει το 1% του γενικού πληθυσμού με τους άνδρες να εκδηλώνουν την διαταραχή από τα 18 ως τα 25 και τις γυναίκες από τα 25 μέχρι τα 35 έτη.

H πυροδότηση της διαταραχής οφείλεται κατά βάση σε γενετικά αίτια και κυρίως στη κληρονομική προδιάθεση. Ωστόσο, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι νευροβιολογικές δυσλειτουργίες όπως η μη ισορροπημένη λειτουργία των νευροδιαβιβαστών, ειδικότερα της ντοπαμίνης και οι δομικές ανωμαλίες του εγκεφάλου που αφορούν στη μειωμένη δραστηριότητα του μετωπιαίου λοβού ο οποίος υποστηρίζει την λειτουργία της προσοχής και της κριτικής ικανότητας.

Στα ψυχολογικά αίτια συναντούμε το μη ισορροπημένο οικογενειακό περιβάλλον, τις πρώιμες τραυματικές εμπειρίες, τις δύσκολες και αγχωτικές καταστάσεις, τη μίμηση της συμπεριφοράς άλλου ατόμου που πάσχει από ψυχωσική διαταραχή καθώς και την ψυχική κόπωση ως συνέπεια της φροντίδας του ατόμου που υποφέρει από σχιζοφρένεια.

Στο πλαίσιο της διαταραχής, παρατηρούμε συμπτώματα που επηρεάζουν την αντίληψη, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά του ατόμου. Οι αισθήσεις του πάσχοντα είναι υπερευαίσθητες ενώ, αντιλαμβάνεται καταστάσεις που δεν υπάρχουν ή παρουσιάζει μια διαφορετική αντίληψη των περιστάσεων και των γεγονότων. Ο πάσχων διακρίνεται από έντονο και ανεξήγητο άγχος καθώς, εμφανίζει διαφορετικές εκφράσεις του συναισθήματος. Πιο συγκεκριμένα, σημειώνεται αμβλυμμένο συναίσθημα, δηλαδή μειωμένη ένταση συναισθήματος ή επίπεδο συναίσθημα, δηλαδή απουσία συναισθηματικής αντίδραση ή απρόσφορο συναίσθημα, μη ισορροπημένη έκφραση συναισθήματος σχετικά με τη κατάσταση που βιώνει ο πάσχοντας. Με την εξέλιξη της ασθένειας, ο πάσχων σταματά να εκδηλώνει συναισθήματα για τους ανθρώπους που μέχρι τότε θεωρούσε σημαντικούς στη ζωή του.

Στο επίπεδο της συμπεριφοράς, ο πάσχων υιοθετεί αξιοπρόσεχτες συμπεριφορές όπως απρεπείς και προκλητικές χειρονομίες, ασυνήθιστες εκφράσεις προσώπου ή παρατεταμμένη ακαμψία, έχει μειωμένη απαντητική συμπεριφορά στο περιβάλλον και δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες.

Η ψυχική διαταραχή εκδηλώνεται με βραχεία έναρξη συμπτωμάτων, δηλαδή την εμφάνιση δυσλειτουργικότητας κατά τη διάρκεια των παιδικών χρόνων η οποία εντείνεται στην εφηβεία, ή με οξεία έναρξη κυρίως μέσω ενός ψυχωσικού επεισοδίου στην εφηβεία. Η εξέλιξη της διαταραχής περιλαμβάνει ένα μοναδικό ψυχωσικό επεισόδιο ή επαναλαμβανόμενα επεισόδια με μικρά διαστήματα ύφεσης των συμπτωμάτων ή με μεγάλα διαστήματα ύφεσης των συμπτωμάτων ή με ενδιάμεσα διαστήματα απόλυτης λειτουργικότητας. Όμως, έρευνες έχουν αποδείξει ότι το 30% των ατόμων που πάσχουν από σχιζοφρένεια μπορεί να βελτιώσει τα επίπεδα της λειτουργικότητας του ύστερα από τη κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ενώ, σχεδόν το 50% του πληθυσμού που νοσεί εμφανίζει συχνά επεισόδια υποτροπής της νόσου τα οποία επηρεάζουν δραματικά την λειτουργικότητα του.

Αναφορικά με την αντιμετώπιση των ψυχωσικών διαταραχών, είναι απαραίτητη η φαρμακευτική υποστήριξη του πάσχοντα η οποία στοχεύει στη μείωση της έντασης αλλά και της συχνότητας των συμπτωμάτων. Αφού ο ψυχίατρος εξετάσει τον θεραπευόμενο χορηγεί το κατάλληλο φαρμακευτικό σχήμα ανάλογα με τις ανάγκες του θεραπευόμενου το οποίο περιλαμβάνει κυρίως αντιψυχωσικά συνδιαστικά με αγχολυτικά αλλά και αντικαταθλιπτικά φάρμακα.

Παράλληλα, σημαντική είναι η ψυχοθεραπευτική υποστήριξη του πάσχοντα από ψυχωσική διαταραχή. Για να προχωρήσουμε στη θεραπευτική συνεργασία, λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τα επίπεδα λειτουργικότητας του ατόμου πριν από την εκδήλωση της διαταραχής, το είδος των συμπτωμάτων και την ύπαρξη υποστηρικτικού περιβάλλοντος.

Βέβαια μπορεί η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία να ενδεικνύνται στη θεραπεία των περισσοτέρων ψυχικών διαταραχών ωστόσο, όταν καλούμαστε να διαχειριστούμε τα συμπτώματα των ψυχωσικών διαταραχών είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα έρθουμε αντιμέτωποι με αρκετές αντιστάσεις και ματαιώσεις κατά τη διάρκεια της θεραπείας αφού δύο από τα βασικά συμπτώματα της διαταραχής είναι η απουσία συναισθηματικής έκφρασης, η ύπαρξη της οποίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας και εμπιστοσύνης στην θεραπευτική σχέση καθώς και ο αποδιοργανωμένος τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς, σημεία ιδιαίτερα χρήσιμα στην εφαρμογή των τεχνικών στο στάδιο της γνωσιακής αναδόμησης και των συμπεριφορικών παρεμβάσεων. Παρ όλα αυτά, πολλές γνωσιακές-συμπεριφορικές θεραπευτικές συνεργασίες κατάφεραν να αγγίξουν επιτυχώς τους στόχους που είχαν τεθεί συμβάλλοντας σημαντικά στην ενίσχυση της ποιότητας ζωής των νοσούντων.

Οι τεχνικές που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της γνωσιακής αναδόμησης περιλαμβάνουν την εφαρμογή των ημερολογίων δυσλειτουργικών σκέψεων στοχεύοντας στην ενεργητική αντιμετώπιση των παραληρητικών ιδεών, την ενθάρρυνση εναλλακτικών μη παραληρητικών ιδεών αλλά και την αντικατάσταση των παραληρητικών πεποιθήσεων. Η παρέμβαση στηρίζεται στην αξιολόγηση της ιδέας, στην λεκτική αμφισβήτηση και στην εμπειρική δοκιμασία του παραληρήματος. Επίσης, η τεχνική  του σταματήματος της σκέψης εφαρμόζεται επιτυχώς στον έλεγχο των ψευδαισθήσεων.

Από την άλλη πλευρά, οι συμπεριφορικές τεχνικές στοχεύουν στην μείωση της έντασης τους άγχους καθώς και στην ενίσχυση της κοινωνικοποίησης των πασχόντων. Οι τεχνικές που προτείνονται είναι η διαφραγματική αναπνοή, η νευρομϋική χαλάρωση, η διαχείριση του άγχους καθώς και η εκπαίδευση σε δεξιότητες επικοινωνίας και διεκδικητικής συμπεριφοράς.

Εφόσον ο θεραπευόμενος ολοκληρώσει επιτυχώς την ατομική ψυχοθεραπεία προχωρά σε ομαδική θεραπεία που έχει στόχο την εκπαίδευση σε λειτουργίες που έχουν εξασθενήσει εξαιτίας της νόσου αλλά και τη βελτίωση των διαπροσωπικών σχέσεων

Παράλληλα, ιδιαίτερα ωφέλιμη φαίνεται να είναι η ψυχολογική υποστήριξη του οικογενειακού συστήματος του θεραπευόμενου η οποία εστιάζει στην απενοχοποίηση της οικογένειας αναφορικά με την ψυχική διαταραχή, στην εξοικείωση με τη φύση των συμπτωμάτων, στην βελτίωση της ενδοοικογενιακής επικοινωνίας, στην έκφραση των συναισθημάτων και στους τρόπους βελτίωσης των επιπέδων της ζωής όλων.

 

Βασιλική Γ. Βενέτη ΜΑ Κλινικής Ψυχολογίας

Ειδίκευση στη Γνωσιακή-Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία