“Ήρθε η ψυχή στο στόμα μου”, “μάτωσε η ψυχή μου”, “σε αγαπώ με την ψυχή μου”, είναι κάποιες από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τις συναισθηματικές απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερεθίσματα.

Ο όρος ψυχή προέρχεται από το ρήμα «ψύχω» που σημαίνει δίνω πνοή, έννοια η οποία αναφέρεται στην περιγραφή της διαδικασίας της ζωής κυρίως μέσω της αναπνευστικής λειτουργίας. Ορισμός που ισχυροποιεί την άποψη ότι η ψυχή υπάρχει από την πρώτη στιγμή της σύλληψης του ανθρώπου καθορίζοντας το σημείο της στην περιοχή γύρω από τον ομφαλό του εμβρύου όπου ξεκινά ο λώρος που θα δώσει την δυνατότητα ανάπτυξης της ανθρώπινης φύσης. Υπό αυτή την έννοια, πιθανόν να ερμηνεύεται η ιδιαίτερη αίσθηση που κυριεύει τη συγκεκριμένη περιοχή του σώματος όταν, βιώνουμε έντονες καταστάσεις.

Μπορεί η λέξη «ψυχή» να ορίζεται διαφορετικά από τα εκάστοτε πολιτισμικά πλαίσια, τις φιλοσοφικές, επιστημονικές και θρησκευτικές αναζητήσεις ανά τους αιώνες ωστόσο, έχει καθιερωθεί ως η λέξη που ορίζει την άυλη ουσία του ανθρώπου η οποία καθορίζεται από τις νοητικές λειτουργίες, τις ψυχολογικές διεργασίες και τις δομές της προσωπικότητας του ανθρώπου.

Και δεν χωρά αμφιβολία ότι είναι μια από τις λέξεις που έχει απασχολήσει και συνεχίζει να απασχολεί την ανθρωπότητα αφού, η αίσθηση της μπορεί να περιγράφει αλλά η ύπαρξη της είναι αδύνατο να καθοριστεί.

Το θέμα λοιπόν με την ψυχή είναι ότι βρίσκεται παντού στον ανθρώπινο οργανισμό αλλά και πουθενά αφού, η ιατρική απορρίπτει ερευνητικά την ύπαρξη αυτής διότι, δεν μπορεί να αποδειχτεί η οργανική υπόσταση της στο σώμα με κάποια ιατρική πράξη.

Τι συμβαίνει όμως λίγο μετά τον θάνατο του ανθρώπινου σώματος και το βάρος του είναι ελαφρύτερο κατά 21 γραμμάρια; Τι είναι εκείνο που φαίνεται να εγκαταλείπει το νεκρό σώμα; Οι ιατρικές μετρήσεις αδυνατούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο.

Μήπως η θρησκευτική άποψη που υποστηρίζει ότι η ψυχή είναι ένα αόρατο μέρος του ανθρώπου που εξακολουθεί να ζει μετά τον θάνατο έρχεται να καλύψει το ερώτημα. Και αν ναι, τότε οι βάσεις της φυσικής θα ισχυροποιήσουν την πεποίθηση ότι παράλληλα με τον υλικό κόσμο υφίσταται ένα άυλο επίπεδο στο οποίο δρουν στοιχεία που δεν μπορεί να αντιληφθεί ο ανθρώπινος νους. Ερμηνεία η οποία με την σειρά της θα ενισχύσει την ιδέα των ιατρικών θεωριών περί περιορισμένης αξιοποίησης των εγκεφαλικών λειτουργιών. Ίσως, αν καταφέρουμε να αξιοποιήσουμε στο έπακρο τις δυνατότητες του εγκεφάλου να απαντήσουμε στο ερώτημα της «άυλης πραγματικότητας».

Από την άλλη πλευρά, η πεποίθηση ότι η ψυχή συνεχίζει να περιφέρεται μετά την φθορά του ανθρώπινου σώματος είναι μια από τις πλέον ανακουφιστικές απόψεις για τον ψυχισμό μας. Αν λάβουμε υπόψη ότι ο φόβος του θανάτου αποτελεί την βασικότερη αιτία των ψυχολογικών θεμάτων τότε, γνωρίζοντας ότι θα συνεχίσουμε να «ζούμε», αποκτούμε τον έλεγχο του μέλλοντος νιώθοντας λιγότερη ανησυχία για το τι θα συμβεί όταν οι ζωτικές λειτουργίες θα μας εγκαταλείψουν.

Δεν χωρά αμφιβολία ότι το ερώτημα αν υπάρχει ψυχή θα τίθεται διαρκώς μέχρι να δοθεί ικανοποιητική απάντηση. Και ίσως η προσπάθεια διερεύνησης να περιπλέκεται περισσότερο ή να οδηγήσει ευκολότερα στην εξήγηση του φαινομένου καθώς η επιστήμη θα προοδεύει.

Ένα όμως είναι σίγουρο, κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και στηριζόμενος στην διαφορετικότητα του αντιλαμβάνεται όσα συμβαίνουν γύρω του τα οποία αξιοποιεί σύμφωνα με τις εμπειρίες που προσφέρονται στην ζωή του.

Ας επιτρέψουμε λοιπόν σε μας να απολαύσουμε είτε με την ψυχή, είτε με το μυαλό, είτε με την καρδιά, ότι τόσο ξεχωριστά εξελίσσεται στο δρόμο μας γιατί είναι βέβαιο ότι κάθε τι που συμβαίνει αποτελεί ανεκτίμητη πηγή εσωτερικής πληρότητας.

 

Βασιλική Γ. Βενέτη ΜΑ Κλινικής Ψυχολογίας

Ειδίκευση στη Γνωσιακή-Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία